- φάρυγγα
- φάρυγξthroatfem acc sgφάρυγξthroatmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάρυγγ' — φάρυγγα , φάρυγξ throat fem acc sg φάρυγγα , φάρυγξ throat masc acc sg φάρυγγι , φάρυγξ throat fem dat sg φάρυγγι , φάρυγξ throat masc dat sg φάρυγγε , φάρυγξ throat fem nom/voc/acc dual φάρυγγε , φάρυγξ throat masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… … Dictionary of Greek
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
φαρυγγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φάρυγγα («α. φαρυγγικό πλέγμα» β. «φαρυγγική ανιούσα αρτηρία») 2. φρ. α) «φαρυγγικά παράγωγα» (συγκρ. ανατ.) αδενώδη ή λεμφοειδή όργανα που συνδέονται με την περιοχή τού φάρυγγα στα σπονδυλόζωα ή που… … Dictionary of Greek
ανάλαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει μακρύ λαιμό 2. αυτός που ανέρχεται από το στομάχι στον φάρυγγα 3. επίρρ. ανάλαιμα α) προς το επάνω μέρος τού λαιμού, τού φάρυγγα λέγεται κυρίως γι’ αυτόν που κάνει εμετό β) με τον λαιμό προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *… … Dictionary of Greek
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek